μελαχρινός

μελαχρινός
και μελαγχροινός, -ή, -ό (Α μελαγχρινός, -ή, -όν)
αυτός που έχει σκούρα, μαυρειδερή, μελαψή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελάγχρους* + κατάλ. -ινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μελαχρινός, Απόστολος — (Βραΐλα Ρουμανίας 1883 – Αθήνα 1952). Ποιητής. Έζησε έως το 1922 στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκούσε το επάγγελμα του ασφαλιστή. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άνοιξε τυπογραφείο. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της συγγραφής το 1905 με τη συλλογή Ο… …   Dictionary of Greek

  • μελαχρινός — ή, ό αυτός που έχει σκούρο δέρμα, μαλλιά κτλ., ο μαυριδερός: Έχει αδυναμία στις μελαχρινές γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • γύφτος — ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος) 1. αθίγγανος, τσιγγάνος 2. σιδεράς 3. γανωτής, χαλκοματάς 4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός 5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος 6. άξεστος 7. τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση τού αρκτικού Αι και τροπή… …   Dictionary of Greek

  • καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… …   Dictionary of Greek

  • καράγυφτος — ο 1. ο πολύ μελαχρινός ή ακάθαρτος ή τσιγγούνης 2. ο εντελώς μικροπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα * + γύφτος] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μαυρειδερός — και μαυριδερός, ή, ό (Μ μαυριδερός, ή, όν) μελαχρινός, με σκούρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. ειδερός (< ειδής*). Η κατάλ. ιδερός είναι άλλη μορφή τής κατάλ. ειδερός, που είναι η ορθή (πρβλ. ασπρ ιδερός)] …   Dictionary of Greek

  • μαυροτήγανο — το (Μ μαυροτήγανον) κακόηθες έλκος ή μελάνωμα, κακό σπυρί νεοελλ. 1. τηγάνι που είναι μαύρο από τον καπνό 2. (χλευαστικά) μελαχρινός …   Dictionary of Greek

  • μαυροτσούκαλο — το 1. πήλινη χύτρα που είναι μαύρη από τον καπνό 2. μτφ. πολύ μελαχρινός άνθρωπος, μελαψός, ή πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”